Powered By Blogger

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2016

Μέρες που δεν θα ξαναρθούν, Selim İleri

Πολύ το αγαπώ αυτό το ποίημα του Ζίγια Οσμάν Σαμπά. Εξάλλου όλα τα ποιήματά του μ’ αρέσουν. Έζησε τόσο λίγο, ωστόσο το έργο του αντηχεί στην ψυχή μας και σήμερα ακόμη. Η δίψα για τον έρωτα, η δίψα για τρυφερότητα και για συμπόνοια δεν καταλαγιάζει γρήγορα, γι’ αυτό τα ποιήματά του δεν θα ξεθωριάσουν με τον καιρό. Πάρτε για παράδειγμα τα Παιδικά Χρόνια. Το ποίημα γράφτηκε στα 1936, κι όμως ο λόγος του είναι τόσο ζωντανός!

    Χρόνια μου, χρόνια παιδικά...
    Κήποι που μοιάζουν τώρα μακρινοί.
    Τόσες και τόσες νύχτες, τόσα πρωινά,
    Αυτές οι μέρες που δεν θα ξαναρθούν,
    Χρόνια μου παιδικά.

Ο Σαμπά γεννήθηκε στα 1910. Φανταστείτε την Κωνσταντινούπολη εκείνη την εποχή. Oι νουβέλες του, η μία καλύτερη απ’ την άλλη, μαρτυρούν πως, τον προηγούμενο αιώνα, η Κωνσταντινούπολη ήταν η πόλη των θαλασσών και η πόλη των κήπων. Θυμάμαι ακόμη εκείνους τους τελευταίους κήπους του Καντίκιογιου1, που έμοιαζαν με απομεινάρια αυτού του παρελθόντος. Όπως όλα τα πράγματα στην Πόλη.
   Βέβαια, εγώ δεν γεννήθηκα σε σπίτι με κήπο. Πέρασα τα παιδικά μου χρόνια στην πολυκατοικία Γκερέν2 της λεωφόρου Μπαχαριγιέ3, και δεν ήμουν εξοικειωμένος με τους κήπους. Που ωστόσο λατρεύω παθιασμένα...
   Η πιο μακρινή ανάμνησή μου συνδέεται με τη βροχή. Νομίζω, ήμουν δύο ή τριών χρονών. Δεν πρέπει να τα είχα συμπληρώσει τα τρία, αφού ακόμη ήμουν στο καροτσάκι, που το θυμάμαι ολοκάθαρα. Μια μέρα του φθινόπωρου ή της άνοιξης. Απόγευμα προς το δειλινό (ή έτσι το θέλω, προσθέτω αυθαίρετα και φαντάζομαι πως ήταν δειλινό).
   Η μητέρα μου φορά ένα μαύρο παλτό. Μια γυναίκα που στο πρόσωπό της θα γνωρίσω αύριο τη μητέρα μου, μια νέα γυναίκα. Όμως θυμάμαι, πάνω απ’ όλα, το παλτό: μαύρο, μακρύ, με γιακά από αστραχάν. Το ύφασμά του ήταν αρκετά φθαρμένο (Το φορούσε, εξάλλου, και όταν πήγα στο δημοτικό. Χωρίς τον γιακά…).
   Αρχίζει να βρέχει. Ένα χέρι χαμηλώνει την κουκούλα. Εδώ που βρισκόμαστε κήπο δεν έχει. Στον κήπο του αρχοντικού του Ασσίμ Πασά η λίμνη με τα νούφαρα και τα χρυσόψαρα δεν υπάρχει πια. Ούτε οι δύο τεράστιες μανόλιες στον κήπο της θείας Νεσεκάν, στο Γκιόζτεπε4.
   Δεν ξέρω γιατί, θαρρώ βρισκόμαστε στο Αλτιγιόλ5. Το ίδιο μου συμβαίνει κάθε φορά: σαν να ανεβαίνουμε από το Αλτιγιόλ προς το Μπαχαριγιέ (Ο τόπος είναι γαλήνιος κι ερημικός, τίποτε δεν θυμίζει τον εκκωφαντικό θόρυβο και τα μποτιλιαρίσματα του σύγχρονου Αλτιγιόλ). Σπίτια δίπατα ή τρίπατα, μια εκκλησία πίσω από τα δέντρα. Περνάει το τραμ).
   Βρέχει, το πρόσωπό μου γίνεται μουσκίδι…
   Μόνη απόδειξη για όσα λέω είναι το μαύρο παλτό. Και επαναλαμβάνω: χρόνια το φορούσε, κι όταν ακόμη ήμουν εννέα ή δέκα ετών. «Πώς γίνεται να το θυμάσαι», με ρωτούν. «Ναι, μάλιστα, έναν γούνινο γιακά. Που ξέφτισε με τον καιρό κι άρχισε να μοιάζει με μουτόν...» (Η Πόλη τη δεκαετία του πενήντα δεν ήξερε τι θα πει «κατανάλωση». Όλοι ήταν οικονόμοι. Ακόμη βλέπω μπροστά μου το καλάθι ραπτικής της μητέρας μου. Με το ξύλινο «αυγό», που χρησιμοποιούσε για να καρικώνει τις κάλτσες μας. Γιατί δεν τις πετούσαν τις κάλτσες όταν τρυπούσαν. Και τα καλτσόν όταν έκαναν θηλιά, τα έδιναν για μαντάρισμα…)
    Χρόνια μου, χρόνια παιδικά...

    Ο θάνατος απρόσμενος,
    του δίδυμου αδελφού μου
    δεν γνώρισα τον τάφο του, 
    όλα αυτά τα χρόνια μου, τα παιδικά.

Και έναν ακόμη στίχο έγραψε ο Ζίγια Οσμάν Σαμπά:

    Θλίψη ατέλειωτη, τα παιδικά μου χρόνια.

Κι εγώ, σαν ήμουνα παιδί; Ήμουν δυστυχισμένος; Λένε πως ήμουν πολύ ήσυχο παιδί. Πως όταν γεννήθηκα δεν έκλαψα καθόλου. Φαινόταν ότι θα γινόμουν ένας μικρός κοιλιόδουλος: βάλθηκα αμέσως να βυζαίνω το δάχτυλό μου. Κοιμόμουν πολύ. Ήμουν πολύ υπάκουος, δεν ήμουν δύσκολο παιδί.
   Αργότερα, όταν μπόρεσα να κρίνω μόνος μου, σκέφτηκα πως τα πράγματα δεν ήταν έτσι ακριβώς. Δεν ήμουν παιδί κοινωνικό, ήμουν απ΄ τη φύση μου κλειστός. Η υπακοή μου ήταν, χωρίς αμφιβολία, μια «φυγή». Ήταν η ανάγκη μου να κρυφτώ. Ένιωθα ξένος προς τη μητέρα μου, προς τη μεγάλη μου αδελφή, προς τον πατέρα μου, ιδίως, προς το σπίτι όπου ζούσαμε, προς τους γείτονες, προς τους φίλους και προς τους συγγενείς. Και δεν άφηνα τίποτε να φανεί. Υποχρέωνα τον εαυτό μου σε μια ύπαρξη μοναχική.
   Εκείνα τα χρόνια ήταν γκρίζα, μουντά. Οι άνθρωποι ήταν μετρημένοι, συνεσταλμένοι, διακριτικοί. Οι γονείς μου είχαν κάνει έναν γάμο «παραδοσιακό». Κάποιοι κοινοί φίλοι αναλάμβαναν να γνωρίσουν το ζευγάρι μεταξύ τους. Κι άμα ταίριαζαν παντρεύονταν, κατά τ’ άλλα άφηναν το σμίξιμο να κάνει το θαύμα του. Παντρεύτηκαν το 1938... Δεν ξέρω αν τα παιδικά μου μάτια μπορούσαν να δώσουν στα πράγματα τις σωστές τους διαστάσεις, όμως τους θυμάμαι και τους δύο κλεισμένους, τον καθένα, στον δικό τους κόσμο. Σίγουρα ενωμένους. Όμως σαν δύο ψυχές ξεχωριστές, σαν δύο διαφορετικούς χαρακτήρες.
   Η μητέρα μου είναι πολύ κοινωνική, ένας άνθρωπος γεμάτος ζωή. Ωστόσο όλα της τα συναισθήματα, όλες τις επιθυμίες κι όλες τις προσδοκίες, τις χαντακώνει μέσα της. Στο σπίτι είχαμε ένα πιάνο αιωνίως κλειστό. Η μητέρα μου ήξερε, νομίζω, να παίζει. Τώρα κατεβαίνουμε την αγορά του Καντίκιογιου, από εκεί αγοράζει η μητέρα μου ψάρια, φρούτα και λαχανικά (Γιατί της είχαν μάθει πιάνο; Χρόνια μετά το ερώτημα αυτό τριβέλιζε στον νου μου).
   Ο πατέρας μου είναι πολύ τακτικός άνθρωπος, διδάσκει στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο6 του Γκουμούσουγιου7. Την Κυριακή παίζει φλάουτο (Γιατί; Για ποιον;). Είναι Κύπριος στην καταγωγή, χώρισε με την οικογένειά του από τα παιδικά του χρόνια. Ίσως αργότερα προσπάθησε να επανέλθει στα ίχνη αυτού του αποχωρισμού. Δεν είναι φλύαρος, τα κρατάει όλα μέσα του (Πολύ καιρό μετά τον θάνατό του, ένα πρωί, θα ξεσπάσω σε λυγμούς, στην ιδέα ότι ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω τον πατέρα μου...).
   Η μεγάλη μου αδελφή είναι επιμελής μαθήτρια. Πειθαρχημένη, τακτική, όπως ο πατέρας μου. Το ράφι της είναι καλοσυγυρισμένο, τα βιβλία και τα τετράδιά της, υποδειγματικά. Ευαίσθητο κορίτσι, που όμως δεν το δείχνει.
   Ο Μουτζαφέρ Χατζηχασάνογλου, από τους πιο παραγνωρισμένους εκπροσώπους της λογοτεχνίας μας, έγραψε ένα μυθιστόρημα με τίτλο εξαιρετικό: Σπιτικά δίχως αγάπη. Όχι πως είναι απούσα η αγάπη, μη φανταστείτε, είναι απλώς άλλη, μια αγάπη ραγισμένη, τσακισμένη. Το σύμπαν σε μια οικογένεια της μεσαίας τάξης. Μόνο μέσα από ορισμένα ποιήματα του Μπεχτσέτ Νεσατιγκίλ μπορείς να το συλλάβεις αυτό...

1. Παλιά ονομασία για το Καντίκιοϊ (Χαλκηδόνα), τη μεγάλη συνοικία που βρίσκεται στην ασιατική όχθη της Κωνσταντινούπολης, στη συμβολή του Βοσπόρου με τη θάλασσα του Μαρμαρά.
2. Οι πολυκατοικίες στην Τουρκία δεν έχουν μόνο αριθμούς οδικής αρίθμησης, αλλά και ονόματα.
3. Kύρια οδική αρτηρία του Καντίκιοϊ.
4. Συνοικία στην ασιατική όχθη της Πόλης, στα νότια του Καντίκιοϊ, απέναντι από τα Πριγκηπονήσια.
5. Στα τουρκικά, «Έξι δρόμοι»: ένα από τα σημαντικότερα σταυροδρόμια του Καντίκιοϊ. Στο κέντρο της πλατείας του Αλτιγιόλ υπάρχει το άγαλμα ενός ταύρου.
6. Πανεπιστήμιο που εξειδικεύεται στις πολυτεχνικές σπουδές.
7. Συνοικία στην ευρωπαϊκή όχθη της Κωνσταντινούπολης, ανάμεσα στο Ταξίμ και στη Μπεσίκτας.

Απόσπασμα από διήγημα του Σελίμ Ιλερί (Selim Ιleri) Μέρες που δεν θα ξαναρθούν που δημοσιεύεται στο τεύχος 41ο του περιοδικού που κυκλοφορεί.

Ο Σελίμ Ιλερί (Selim Ιleri) γεννήθηκε το 1949 στην Κωνσταντινούπολη. Γρήγορα εγκατέλειψε τις σπουδές του στη νομική για να στραφεί στη συγγραφή. Σε ηλικία δεκαεννέα ετών εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο, μια συλλογή από νουβέλες (Cumartesi Yalnızlığı, Η μοναξιά του Σαββάτου). Έχει γράψει περί τα πενήντα έργα (μυθιστορήματα, νουβέλες, απομνημονεύματα, δοκίμια, σενάρια για ταινίες και θεατρικά), πολλά από τα οποία έχουν βραβευτεί. Έχει διευθύνει τις λογοτεχνικές και πολιτιστικές επιφυλλίδες σε πολλές εφημερίδες και είναι παραγωγός ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εκπομπών. Θεωρείται «συγγραφέας της Πόλης», εξαιτίας των δοκιμίων που έγραψε για τη γενέτειρα πόλη του, την Κωνσταντινούπολη, όπου έζησε όλη του τη ζωή. Το ζήτημα των σχέσεων της Ανατολής με τη Δύση τον απασχολεί όλο και περισσότερο στο έργο του.

Μετάφραση: Μυρτώ Φίτζιου Επιμέλεια: Ευγενία Γραμματικοπούλου